ἀκροβόλισις: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκροβόλῐσις:''' εως ἡ перестрелка Xen. | |elrutext='''ἀκροβόλῐσις:''' εως ἡ перестрелка Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[ἀκροβολίζομαι]]<br />a skirmishing, Xen., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A skirmishing, X.An.3.4.18, Cyr.6.2.15 (pl.).
German (Pape)
[Seite 83] εως, ἡ, das Schleudern aus der Ferne, Scharmützel, Xen. An. 3, 4, 18 Cyr. 6, 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, = ἁψιμαχία, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 18, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
engagement à distance, escarmouche.
Étymologie: ἀκροβολίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
intercambio de disparos, de armas arrojadizas, escaramuza X.An.3.4.18, ἀ. τοξοτῶν καὶ ἀκοντιστῶν X.Cyr.6.2.15.
Greek Monolingual
ἀκροβόλισις (-εως), η (Α) ἀκροβολίζομαι
ο ακροβολισμός.
Greek Monotonic
ἀκροβόλισις: -εως, ἡ, αψιμαχία, άτακτος πόλεμος, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβόλῐσις: εως ἡ перестрелка Xen.
Middle Liddell
[From ἀκροβολίζομαι
a skirmishing, Xen., etc.