θυτήριον: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θῠτήριον:''' τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.). | |elrutext='''θῠτήριον:''' τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θῠτήριον, ου, τό, = [[θῦμα]], Eur.] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 9 January 2019
English (LSJ)
τό,= θῦμα, E.IT243. II = θυσιαστήριον, as name of the constellation Ara, Arat.403, Q.S.4.554. III = θυμιατήριον, Phot.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, das Opfer, Eur. I. T 243; der Opferaltar, Arat. 402, als Sternbild.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτήριον: τό, = θῦμα, Εὐρ. Ι. Τ. 243. ΙΙ. = θυσιαστήριον, Λατ. ara, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ἄρατ. 402. ΙΙΙ. = θυμιατήριον, Φώτ., πρβλ. Εὐστ. Πονηματ. 239. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτήριον, τὸ (Α) θυτήρ
1. το προσφερόμενο ως θυσία, το θύμα
2. θυσιαστήριο, βωμός
3. θυμιατήριο.
Greek Monotonic
θῠτήριον: τό, = θῦμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θῠτήριον: τό жертва (Ἀρτέμιδι Eur.).
Middle Liddell
θῠτήριον, ου, τό, = θῦμα, Eur.]