ἀκαλαρρείτης: Difference between revisions

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: 2. [[ἀκή]]
|etymtx=See also: 2. [[ἀκή]]
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀκαλός]], ῥέω]<br />[[soft]]-[[flowing]], of [[Ocean]], Hom.
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκᾰλαρρείτης Medium diacritics: ἀκαλαρρείτης Low diacritics: ακαλαρρείτης Capitals: ΑΚΑΛΑΡΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: akalarreítēs Transliteration B: akalarreitēs Transliteration C: akalarreitis Beta Code: a)kalarrei/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω)

   A soft-flowing, epith. of Ocean, Il.7.422, Od.19.434.

German (Pape)

[Seite 67] sanft fließend, ἀκαλός u. ῥέω, Hom. zweimal, Iliad. 7, 422 Od. 19, 434 ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας (,) ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο (οὐρανὸν εἰσανιών); – Orph. Arg. 1055 ἀκαλαρρείτης τε Σαράγγης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ, (ἀκαλός, ῥέω) = μαλακῶς, ἡσύχως ῥέων, ἀκύμαντος, ἐπίθ. τοῦ Ὠκεανοῦ, Ἰλ. Η. 422, Ὀδ. Τ. 434: - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1185, ἀκᾰλάρροος, ον.

French (Bailly abrégé)

αο;
adj.
qui coule doucement, silencieusement.
Étymologie: ἀκαλός, ῥέω.

English (Autenrieth)

(ἀκαλός): gentlyflowing; epith. of Oceanus, Il. 7.422 and Od. 19.434.

Spanish (DGE)

(ἀκᾰλαρρείτης) -ου

• Morfología: [gen. ἀκαλαρρείταο Il.7.422, Od.19.434]
que discurre suavementede Océano Il.l.c., Od.l.c., Diph.125.5, del río Saranges, Orph.A.1052.

Greek Monolingual

ἀκαλαρρείτης, ο (Α)
αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος
«ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + -ρείτης < -ρεFε-τας < ρέω
πρβλ. και ἀκαλάρροος].

Greek Monotonic

ἀκᾰλαρρείτης: -ου, ὁ (ἀκαλός, ῥέω), αυτός που ρέει ήσυχα, μαλακά, ακύμαντος, λέγεται για τον Ωκεανό, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκᾰλαρρείτης: αο adj. m медленно (спокойно) текущий (Ὠκεανός Hom.).

Frisk Etymological English

See also: 2. ἀκή

Middle Liddell

ἀκαλός, ῥέω]
soft-flowing, of Ocean, Hom.