μυχόνδε: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.). | |elrutext='''μῠχόνδε:''' adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. to the far [[corner]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A to the far corner, μεγάροιο ib.22.270. II inwards, Emp. 100.23.
German (Pape)
[Seite 224] ins Innerste, ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε, Od. 22, 270.
Greek (Liddell-Scott)
μῠχόνδε: Ἐπίρρ., εἰς τὴν ἐν τῷ μυχῷ γωνίαν, Ὀδ. Χ. 270, Ἐμπεδ. 465.
French (Bailly abrégé)
adv.
au fond avec mouv.
Étymologie: μυχός, -δε.
English (Autenrieth)
to the inmost part, Od. 22.270†.
Greek Monolingual
μυχόνδε (Α)
επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ' ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. -δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν-δε, οικόν-δε)].
Greek Monotonic
μῠχόνδε: (μυχός), επίρρ., προς την απομακρυσμένη εσωτερική γωνία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
μῠχόνδε: adv. в глубину, в самый дальний угол (μεγάροιο Hom.).