νειόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νειόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> с самого дна, из глубины: ν. ἐκ καρδίας Hom. из глубины сердца, всем сердцем;<br /><b class="num">2)</b> от всего сердца, усердно (δρᾶν Luc.).
|elrutext='''νειόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> с самого дна, из глубины: ν. ἐκ καρδίας Hom. из глубины сердца, всем сердцем;<br /><b class="num">2)</b> от всего сердца, усердно (δρᾶν Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νέος]]<br />from the [[bottom]], [[νειόθεν]] ἐκ κραδίης from the [[bottom]] of his [[heart]], Il.
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νειόθεν Medium diacritics: νειόθεν Low diacritics: νειόθεν Capitals: ΝΕΙΟΘΕΝ
Transliteration A: neióthen Transliteration B: neiothen Transliteration C: neiothen Beta Code: neio/qen

English (LSJ)

Ion. Adv. (cf. νέατος A)

   A from the bottom, ἀνεστενάχιζε ν. ἐκ κραδίης he heaved a sigh from the bottom of his heart, Il.10.10; [ἐλάτην] ν. ἔλλαβε χερσίν A.R.1.1197: c. gen., Arat.234; ν. ἐξεμέσαι Cerc.4.55; [βλ]ύσε ν. Epic.in Arch.Pap.7.10:—also νειόθε, ν. δ' ἐξανέηκεν . . πηγήν Supp.Epigr.4.467.25 (Didyma, iii A.D.); in late Prose, ν. δρᾶν heartily, Luc.Peregr.7. Cf. νεόθεν 11.

German (Pape)

[Seite 236] ion. = νεόθεν, von unten her; ἀνεστενάχιζ' Ἀγαμέμνων νειόθεν ἐκ καρδίας, aus tiefstem Herzensgrunde, Il. 10, 10; auch Sp., wie Ap. Rh. 1, 1196; Luc. de Mort. Peregr. 7.

Greek (Liddell-Scott)

νειόθεν: Ἰων. ἀντὶ νεόθεν, Ἐπίρρ., (νέος) ἐκ τοῦ πυθμένος, ἐκ τοῦ βάθους, ἐκ βαθέων, νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, ἐστέναζεν ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, Ἰλ. Κ. 10· μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1197, Ἄρατ. 233· ― μόνον παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ν. δρᾶν, ἐκ καρδίας, Λουκ. Περεγρ. 7.

French (Bailly abrégé)

adv.
du fond de : νειόθεν ἐκ κραδίης IL du fond du cœur.
Étymologie: ion. c. νεόθεν.

English (Autenrieth)

(νέος): from below; ἐκ κραδίης, ‘from the depths of his heart,’ Il. 10.10†.

Greek Monolingual

νειόθε(ν) (Α)
επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθοςνειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. κυκλό-θεν, μυχό-θεν)].

Greek Monotonic

νειόθεν: (νέος), Ιων. αντί νεόθεν, επίρρ., από το βάθος, από τον πυθμένα, εκ βαθέων· νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε, αναστέναζε από το βάθος της καρδιάς του, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

νειόθεν: adv.
1) с самого дна, из глубины: ν. ἐκ καρδίας Hom. из глубины сердца, всем сердцем;
2) от всего сердца, усердно (δρᾶν Luc.).

Middle Liddell

νέος
from the bottom, νειόθεν ἐκ κραδίης from the bottom of his heart, Il.