ῥαβδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥαβδωτός:''' <b class="num">1)</b> полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плетеный из прутьев (θύραι Diod.).
|elrutext='''ῥαβδωτός:''' <b class="num">1)</b> полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плетеный из прутьев (θύραι Diod.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥαβδωτός]], ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. [[ῥάβδος]] II]<br />[[striped]], Xen.
}}
}}

Revision as of 13:26, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδωτός Medium diacritics: ῥαβδωτός Low diacritics: ραβδωτός Capitals: ΡΑΒΔΩΤΟΣ
Transliteration A: rhabdōtós Transliteration B: rhabdōtos Transliteration C: ravdotos Beta Code: r(abdwto/s

English (LSJ)

ή, όν, (as if from ῥαβδόω, cf. ῥάβδος)

   A made or plaited with rods, ῥ. θύραι wicker hurdles, D.S.3.22.    II (ῥάβδος 111) striped, ἱμάτια X.Cyr.8.3.16; of shells, ribbed, fluted, keeled, Arist.HA528a25, Fr.304; so of a cup, ribbed, IG11(2).162 B26 (Delos, iii B.C.), Polem.Hist.60.

German (Pape)

[Seite 830] 1) von Ruthen gemacht, geflochten, θύραι, D. Sic. 3, 22. – 2) gestreift, bes. der Länge nach; ἱμάτια, Xen. Cyr. 8, 3, 16; eine Muschelart, Arist. H. A. 4, 4; von einem Becher, Mnesith. b. Ath. XI, 484 c. S. das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδωτός: -ή, -όν, (ὅπερ ἐκ ῥήμ. ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος), πεποιημένος ἢ πεπλεγμένος ἐκ ῥάβδων, ῥ. θύραι, πλεκτὰ καλύμματα, Διόδ. 3. 22. ΙΙ. (ῥάβδος ΙΙ) ἔχων γραμμὰς ἢ σειράς, ἱμάτια Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· ἐπὶ ζῴων ἐχόντων ἐπὶ τοῦ δέρματος σειρὰς ῥαβδοειδεῖς, Λατ. virgatus, μάλιστα κατὰ μῆκος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 6· ἐπὶ κιόνων, αὐλακωτός, Εὐστρατ. Ὑπομνήματα εἰς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 4· οὕτως ἐπὶ ποτηρίου, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rayé, cannelé, strié.
Étymologie: ῥάβδος. {{grml |mltxt=-ή, -ό / ῥαβδωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥαβδοῡμαι / ραβδώνω
1. αυτός που έχει μακρές και παράλληλες γραμμές ή σειρές στην επιφάνειά του, γραμμωτός («ραβδωτοί μύες»)
2. (ιδίως για κίονες) αυτός που σχηματίζει αύλακες, αυλακωτός
νεοελλ.
φρ. «ραβδωτό σώμα»
ανατ. τμήμα του εξωπυραμιδικού συστήματος του εγκεφάλου, αποτελούμενο από την κερκοφόρο και τον φακοειδή πυρήνα και εντοπιζόμενο στη βάση τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων
αρχ.
κατασκευασμένος ή πλεγμένος από ράβδους («ῥαβδωτός... θύρας ἐπ' ἄκρας αὐτὰς ἐπιστήσαντες», Διοσκ.). }}

Greek Monotonic

ῥαβδωτός: -ή, -όν (από το ῥαβδόω, πρβλ. ῥάβδος II), αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός, ριγέ, ραβδοειδής, αυλακωτός (λέγεται για τους κίονες), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδωτός: 1) полосатый (ἱμάτια Xen.; κόγχαι Arst.);
2) плетеный из прутьев (θύραι Diod.).

Middle Liddell

ῥαβδωτός, ή, όν [as if from ῥαβδόω] [cf. ῥάβδος II]
striped, Xen.