ἀναφύρω: Difference between revisions
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναφύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[φύρσω]],<br /><b class="num">1.</b> [[ανακατεύω]], [[συγχέω]] — Παθ., <i>ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μιαίνω]], [[μολύνω]], <i>αἵματι ἀναπεφυρμένος</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἀναφύρω:''' [ῡ], μέλ. -[[φύρσω]],<br /><b class="num">1.</b> [[ανακατεύω]], [[συγχέω]] — Παθ., <i>ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μιαίνω]], [[μολύνω]], <i>αἵματι ἀναπεφυρμένος</i>, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to mix up, [[confound]]:— Pass., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[defile]], αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῡ],
A mix up, confound, τινάς τισι Them.Or.21.260c:—Pass., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.250, Metrod.1. 2 defile, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
German (Pape)
[Seite 214] dass., ἀναμὶξ πάντα ἦν ἀναπεφυρμένα Her. 1, 103; besudeln, αἵματι Eur. Bacch. 841; Her. 3, 157; πρός τι, vermengt mit, Plut. Dion. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφύρω: [ῡ], ἀναμιγνύω, συγχέω, «ἀναφύρειν τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις» Θεμιστ. 260C: - Παθ., ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Ἡρόδ. 1. 103. 2) μιαίνω, μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος, κατάμαυρος ἀπὸ μαστιγώσεις καὶ βουτηγμένος εἰς τὸ αἷμα, ὁ αὐτ. 3. 157, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 742.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. Act. et part. pf. Pass.
mélanger, confondre ; Pass. être confondu pêle-mêle ; μάστιξι καὶ αἵματι ἀναπεφυρμένος HDT tout couvert de traces de coups de fouet et de sang.
Étymologie: ἀνά, φύρω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
1 embadurnar, manchar αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.3.157, cf. E.Ba.742.
2 mezclar, confundir c. ac. y dat. τοὺς μανθάνοντας τοῖς δικαζομένοις Them.Or.21.260c, cf. Chrys.M.58.743
•en v. pas. πρὸ τοῦ δὲ ἀναμὶξ ἦν πάντα ὁμοίως ἀναπεφυρμένα Hdt.1.103, cf. Epicur.Fr.[152], Metrod.1.
Greek Monolingual
ἀναφυρῶ (-άω) (AM) φυρώ
αναμιγνύω, ανακατώνω καλά, ζυμώνω.
(Α ἀναφύρω) φύρω
1. αναμιγνύω, συγχέω, μπερδεύω
2. κηλιδώνω, μιαίνω, μολύνω.
Greek Monotonic
ἀναφύρω: [ῡ], μέλ. -φύρσω,
1. ανακατεύω, συγχέω — Παθ., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα, σε Ηρόδ.
2. μιαίνω, μολύνω, αἵματι ἀναπεφυρμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
1. to mix up, confound:— Pass., ἦν πάντα ἀναπεφυρμένα Hdt.
2. to defile, αἵματι ἀναπεφυρμένος Hdt.