περίσεμνος: Difference between revisions
From LSJ
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περί-σεμνος -ον zeer eerbiedwaardig. | |elnltext=περί-σεμνος -ον zeer eerbiedwaardig. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περί]]-σεμνος, η, ον<br />[[very]] [[august]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A very august, ἀρχή Ar.V.604, cf. Eup.333.
German (Pape)
[Seite 591] auch 3 Endgn, sehr ehrwürdig, Ar. Vesp. 604.
Greek (Liddell-Scott)
περίσεμνος: -η, -ον, πάνυ σεμνός, σεβαστός, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très grave, majestueux.
Étymologie: περί, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ σεμνός, πολύ σεβαστός, εξαιρετικά σεβάσμιος («τὴν περίσεμνον τριάδα», Φίλ.).
Greek Monotonic
περίσεμνος: -η, -ον, πολύ σεμνός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περίσεμνος: высокопочтенный (ἡ ἀρχή Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περί-σεμνος -ον zeer eerbiedwaardig.