θυηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θυηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий жертву ([[φλόξ]] Aesch.).
|elrutext='''θυηφάγος:''' (ᾰ) пожирающий жертву ([[φλόξ]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θυη-φά˘γος, ον [[θύος]], [[φαγεῖν]]<br />[[devouring]] offerings, Aesch.
}}
}}

Revision as of 13:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηφάγος Medium diacritics: θυηφάγος Low diacritics: θυηφάγος Capitals: ΘΥΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: thyēphágos Transliteration B: thyēphagos Transliteration C: thyifagos Beta Code: quhfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A devouring offerings, φλόξ A.Ag.597.

German (Pape)

[Seite 1222] φλόξ, Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.

Greek (Liddell-Scott)

θυηφάγος: ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore la victime du sacrifice.
Étymologie: θύος, φαγεῖν.

Greek Monolingual

θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκο-φάγος, χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

θυηφάγος: [ᾰ], -ον (θύος, φαγεῖν), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θυηφάγος: (ᾰ) пожирающий жертву (φλόξ Aesch.).

Middle Liddell

θυη-φά˘γος, ον θύος, φαγεῖν
devouring offerings, Aesch.