συμπεριπλοκή: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπεριπλοκή:''' ἡ тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).
|elrutext='''συμπεριπλοκή:''' ἡ тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμ-[[περιπλοκή]], ἡ, [[περιπλέκω]]<br />[[inter]]-[[connection]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριπλοκή Medium diacritics: συμπεριπλοκή Low diacritics: συμπεριπλοκή Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΠΛΟΚΗ
Transliteration A: symperiplokḗ Transliteration B: symperiplokē Transliteration C: symperiploki Beta Code: sumperiplokh/

English (LSJ)

ἡ,

   A inter-connexion, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.

German (Pape)

[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.

Greek Monolingual

ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

συμπεριπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιπλοκή πολλών μαζί, ανακάτωμα, μπέρδεμα, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριπλοκή: ἡ тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).

Middle Liddell

συμ-περιπλοκή, ἡ, περιπλέκω
inter-connection, Luc.