εὐρύπορος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(2b) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐρύπορος:''' с широкими путями, обширный ([[θάλασσα]] Hom., Aesch.). | |elrutext='''εὐρύπορος:''' с широкими путями, обширный ([[θάλασσα]] Hom., Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐρύ-πορος, ον<br />with [[broad]] ways, of the sea, [[where]] all may [[roam]] at [[will]], Hom., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers.108.
German (Pape)
[Seite 1095] mit breiten Pfaden, θάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann, Il. 15. 381 Od. 4, 432. 12, 2; Aesch. Pers. 108; sp. Ep. Vgl. εὐρυόδειος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρύπορος: -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ εὐρυόδεια ἐπὶ τῆς γῆς), ἔνθα πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au large passage, vaste, immense.
Étymologie: εὐρύς, πόρος.
English (Autenrieth)
(πόρος): wide-traversed, epith. of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)
Greek Monolingual
εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)
(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.
Greek Monotonic
εὐρύπορος: -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη θάλασσα, όπου εκεί όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά βούληση, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
εὐρύπορος: с широкими путями, обширный (θάλασσα Hom., Aesch.).
Middle Liddell
εὐρύ-πορος, ον
with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.