παραχειμασία: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(3b)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ зимовка или зимние квартиры NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.
|elrutext='''παραχειμᾰσία:''' ἡ зимовка или зимние квартиры NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παραχειμᾰσία, ἡ, [from [[παραχειμάζω]]<br />a wintering in a [[place]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 14:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχειμᾰσία Medium diacritics: παραχειμασία Low diacritics: παραχειμασία Capitals: ΠΑΡΑΧΕΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: paracheimasía Transliteration B: paracheimasia Transliteration C: paracheimasia Beta Code: paraxeimasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wintering in a place, Plb.3.35.1, SIG762.16 (Odessus, i B. C.), D.S.14.38, Act.Ap.27.12 ; ἐνταῦθα τὴν π. ἐποιεῖτο D.S.20.28.

German (Pape)

[Seite 508] ἡ, das Ueberwintern, τὴν παραχειμασίαν ποιεῖσθαι ἐν πόλει, überwintern, seine Winterquartiere dort haben, Pol. 3, 35, 1, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παραχειμᾰσία: ἡ, τὸ παραχειμάζειν, διέρχεσθαι τὸν χειμῶνα ἔν τινι τόπῳ, Πολύβ. 3. 35, 1· π. ποιεῖσθαι ἐν ... Ἄννα Κομν. 2. 185, 21· κατὰ ... ὁ αὐτ. 2. 266, 15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
quartiers d’hiver.
Étymologie: παραχειμάζω.

English (Strong)

from παραχειμάζω; a wintering over: winter in.

English (Thayer)

παραχειμασιας, ἡ (παραχειμάζω), a passing the winter, wintering: Polybius 3,34, 6; (3,35, 1); Diodorus 19,68.)

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
η διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε -ία].

Greek Monotonic

παραχειμᾰσία: ἡ, ξεχειμώνιασμα σ' ένα μέρος, σε Πολύβ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραχειμασία -ας, ἡ [παραχειμάζω] overwintering.

Russian (Dvoretsky)

παραχειμᾰσία: ἡ зимовка или зимние квартиры NT: παραχειμασίαν ποιεῖσθαι Plut. зимовать.

Middle Liddell

παραχειμᾰσία, ἡ, [from παραχειμάζω
a wintering in a place, Polyb.