καταλύσιμος: Difference between revisions
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247. | |elnltext=κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[καταλύσιμος]], ον<br />to be dissolved or done [[away]], Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A to be dissolved or done away, κακόν S.El.1247 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1361] auflösbar, κακόν, zu beseitigen, was aufhören kann, Soph. El. 1238.
Greek (Liddell-Scott)
καταλύσιμος: -ον, ὃν πρέπει τις νὰ διαλύσῃ ἢ καταστρέψῃ, ἀφανίσῃ, κακὸν Σοφ. Ἠλ. 1246.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à faire cesser.
Étymologie: καταλύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM καταλύσιμος, -ον) κατάλυσις
νεοελλ.-μσν.
(για τρόφιμα) εκείνος του οποίου επιτρέπεται η κατάλυση σε ημέρες νηστείας («το λάδι είναι καταλύσιμο όλα τα Σάββατα, εκτός του Μεγάλου Σαββάτου»)
αρχ.
(για πράγματα) αυτός που πρέπει να καταλυθεί, να διαλυθεί, να αφανιστεί.
Greek Monotonic
καταλύσιμος: -ον, αυτός που πρέπει να διαλυθεί ή να καταργηθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταλύσιμος: (ῠ) устранимый, искоренимый (κακὸν οὐ καταλύσιμον Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-λύσιμος -ον oplosbaar:. οὔποτε καταλύσιμον nooit ongedaan te maken Soph. El. 1247.
Middle Liddell
καταλύσιμος, ον
to be dissolved or done away, Soph.