χεριάρης: Difference between revisions
From LSJ
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χεριάρης:''' άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.). | |elrutext='''χεριάρης:''' άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χερι-ά˘ρης, ου, ὁ, [[ἀραρίσκω]]<br />[[skilled]] in [[fitting]] with the [[hand]], [[dexterous]], Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 9 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.
German (Pape)
[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.
Greek (Liddell-Scott)
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.
French (Bailly abrégé)
αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].
Greek Monotonic
χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
χεριάρης: άρᾱ (ᾰρ) adj. ловко работающий руками, искусный (τέκτονες Pind.).
Middle Liddell
χερι-ά˘ρης, ου, ὁ, ἀραρίσκω
skilled in fitting with the hand, dexterous, Pind.