καπροφόνος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καπροφόνος:''' убивающий кабанов ([[κύων]] Anth.). | |elrutext='''καπροφόνος:''' убивающий кабанов ([[κύων]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=καπρο-[[φόνος]], ον [*[[φένω]]<br />[[killing]] [[wild]] boars, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).
Greek (Liddell-Scott)
καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδρο-φόνος, δολο-φόνος.
Greek Monotonic
καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).