Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δισμύριοι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(1b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δισμύριοι:''' (ῡ) двадцать тысяч Her., Plat.: ἡ [[ἵππος]] δισμυρία Luc. конница численностью в двадцать тысяч всадников.
|elrutext='''δισμύριοι:''' (ῡ) двадцать тысяч Her., Plat.: ἡ [[ἵππος]] δισμυρία Luc. конница численностью в двадцать тысяч всадников.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i><br />[[twenty]] [[thousand]], Hdt., etc.
}}
}}

Revision as of 15:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισμύριοι Medium diacritics: δισμύριοι Low diacritics: δισμύριοι Capitals: ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ
Transliteration A: dismýrioi Transliteration B: dismyrioi Transliteration C: dismyrioi Beta Code: dismu/rioi

English (LSJ)

[ῡ], αι, α,

   A twenty thousand, Hdt.1.32, Pl.Ion535d: sg., δισμύριος, α, ον, with collective Nouns, ἵππος δισμυρία Luc.Zeux.8.

German (Pape)

[Seite 643] αι, α, zwanzig tausend; Plat. Ion 535 d u. A. Im sing. beim Collectivum, ἡ ἵππος, zwanzigtausend Reiter, Luc. Zeux. 8.

Greek (Liddell-Scott)

δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, εἴκοσι χιλιάδες, εἰκοσακισχίλιοι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Ἴωνι 535D· ἑνικ. δισμύριος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, ἵππος δισμυρία Λουκ. Ζεύξ. 8.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
vingt mille ; ἵππος δισμυρία LUC corps de 20 000 cavaliers.

Spanish (DGE)

-αι, -α

• Morfología: [tb. sg. -ος, -α, -ον Luc.Zeux.8; plu. gen. fem. δισμυριέων Hdt.1.32]
veinte mil ἡμέραι Hdt.l.c., IG 12(3).1226 (Melos I a.C.), ἄνθρωποι Pl.Io 535d, D.Chr.77/78.33, cf. D.S.13.84, Procop.Pers.1.13.23, ὁπλῖται X.HG 6.1.19, ξένοι D.4.19, στάδια Plb.4.39.1, μέδιμνοι Plb.21.36.4, SEG 28.60.53 (Atenas III a.C.), δραχμαί Plb.34.9.9, οἱ δὲ ἱππεύοντες Paus.10.19.9, (οἱ πεζοί) Plu.Caes.42
tb. sg. c. n. colectivo ἵππος Luc.l.c.

Greek Monolingual

δισμύριοι, -αι, -α (AM)
1. δύο φορές μύριοι, είκοσι χιλιάδες
2. (με περιληπτικά ονόματα) φρ. «τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν» — είκοσι χιλιάδες άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + μύριοι].

Greek Monotonic

δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, είκοσι χιλιάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

δισμύριοι: (ῡ) двадцать тысяч Her., Plat.: ἡ ἵππος δισμυρία Luc. конница численностью в двадцать тысяч всадников.

Middle Liddell

adj
twenty thousand, Hdt., etc.