κυανόστολος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(5)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόστολος:''' -ον ([[στολή]]), με σκουρόχρωμη [[εσθήτα]], με [[βαθιά]] σκούρα [[στολή]], σε Βίωνα.
|lsmtext='''κυᾰνόστολος:''' -ον ([[στολή]]), με σκουρόχρωμη [[εσθήτα]], με [[βαθιά]] σκούρα [[στολή]], σε Βίωνα.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰνό-στολος, ον [[στολή]]<br />[[dark]]-robed, [[Bion]].
}}
}}

Revision as of 15:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνόστολος Medium diacritics: κυανόστολος Low diacritics: κυανόστολος Capitals: ΚΥΑΝΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanóstolos Transliteration B: kyanostolos Transliteration C: kyanostolos Beta Code: kuano/stolos

English (LSJ)

ον,

   A dark-robed, στήθεα Bion 1.4.

German (Pape)

[Seite 1522] = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

κῠανόστολος: -ον, μέλανα ἐνδεδυμένος, Βίων 1. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au vêtement sombre.
Étymologie: κύανος, στολή.

Greek Monolingual

κυανόστολος, -ον (Α)
ντυμένος στα μαύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -στόλος (< στολή), πρβλ. θηλύ-στολος, λινό-στολος].

Greek Monotonic

κυᾰνόστολος: -ον (στολή), με σκουρόχρωμη εσθήτα, με βαθιά σκούρα στολή, σε Βίωνα.

Middle Liddell

κυᾰνό-στολος, ον στολή
dark-robed, Bion.