ἀμόργινος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμόργῐνος:''' (ᾰ) сотканный из аморгосского льна (χιτώνια Arph.).
|elrutext='''ἀμόργῐνος:''' (ᾰ) сотканный из аморгосского льна (χιτώνια Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀμοργίς]]<br />made of Amorgian [[flax]], Ar.
}}
}}

Revision as of 15:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόργινος Medium diacritics: ἀμόργινος Low diacritics: αμόργινος Capitals: ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ
Transliteration A: amórginos Transliteration B: amorginos Transliteration C: amorginos Beta Code: a)mo/rginos

English (LSJ)

ον,

   A made of ἀμοργίς, χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a; χιτών Antiph.153, IG2.754.10; κάλυμμα Clearch.25; τὰ ἀ. (sc. ἱμάτια) Eup.241, Aeschin.1.97:—also expl. as pr. n., made in Amorgos, Poll.7.74; or purple, St.Byz. s.v. Ἀμοργός, EM129.15, cf. 86.16, Sch.Ar.Lys.150.

German (Pape)

[Seite 127] χιτώνιον Ar. Lys. 150; χιτών Antiphan Poll. 7, 57; τὰ ἀμ., kostbare Kleider, entweder von seinem Flachs, oder purpurne (πορφυροβαφῆ B. A. 204), Aesch. 1, 97. Bei Plat. Ep. XIII, 363 a dem σικελικὰ λίνα entgegengesetzt (also baumwollen?).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόργῐνος: -ον, ἐπίθ. ἐπὶ πολυτελῶν ἐνδυμάτων καὶ ὑφασμάτων, κατεσκευασμένων ἐξ ἀμοργίδος, ἤτοι λίνου ἐξ Ἀμοργοῦ, χιτώνια Ἀριστοφ. Λυσ. 150 (περιγραφόμενα ὡς διαφανῆ, αὐτόθι 48)· χιτὼν Ἀντιφάν. ἐν «Μηδείᾳ» 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 12· κάλυμμα Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ἀμόργινα (ἐνν. ἱμάτια) Αἰσχίν. 14. 3, πρβλ. Βοίκχ. Π. Οἰ. 1. 141.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lin fin ou de pourpre, ou p.ê. de l’île d’Amorgos, une des Sporades.
Étymologie: ἀμόργη ou Ἄμοργος.

Spanish (DGE)

(ἀμόργῐνος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
hecho de fibra de malva χιτώνια Ar.Lys.150, Pl.Ep.363a, χιτών Antiph.153, IG 22.1514.10 (IV a.C.), Poll.7.74, κάλυμμα Clearch.19, ἐσθήματα D.C.Epit.9.17.2, cf. Moer.44
tb. interpretado como hecho en Amorgos Sch.Ar.Lys.150
o de color de púrpura, EM 129.17G, cf. St.Byz.s.u. Ἀμοργός, Sch.Ar.Lys.150
subst. τὰ ἀ. tela de fibra de malva Eup.241, Aeschin.1.97, Poll.7.74.

Greek Monolingual

ἀμόργινος, -ον (Α) ἀμοργίς
1. ο κατασκευασμένος από λινάρι της Αμοργού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀμόργινα
βαρύτιμα λεπτά ενδύματα ή λεπτά νήματα βαμμένα με πορφύρα.

Greek Monotonic

ἀμόργῐνος: -ον, φτιαγμένος από αμοργινό λινάρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμόργῐνος: (ᾰ) сотканный из аморгосского льна (χιτώνια Arph.).

Middle Liddell

[from ἀμοργίς
made of Amorgian flax, Ar.