ἀμφίσβαινα: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀμφίσβαινα:''' ἡ амфисбена (змея, которая могла, якобы, двигаться то вперед, то назад) Aesch., Luc.
|elrutext='''ἀμφίσβαινα:''' ἡ амфисбена (змея, которая могла, якобы, двигаться то вперед, то назад) Aesch., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βαίνω]]<br />a [[kind]] of [[serpent]], that can go [[either]] forwards or [[backwards]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίσβαινα Medium diacritics: ἀμφίσβαινα Low diacritics: αμφίσβαινα Capitals: ΑΜΦΙΣΒΑΙΝΑ
Transliteration A: amphísbaina Transliteration B: amphisbaina Transliteration C: amfisvaina Beta Code: a)mfi/sbaina

English (LSJ)

ης, ἡ, (βαίνω) kind of

   A serpent, supposed to go either forwards or backwards, A.Ag.1233, Ar.Fr.18 D.; ἀ. ἀμφίκρηνος, δίστομος, Nic.Th.372, Nonn.D.5.146.    II ἀ. φλέβες veins connecting the breast and generative organs, Pall.in Hp.2.103D.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, eine Art Schlangen, die vor- und rückwärts gehen kann (ἑκατέρωθεν βαίνων), Aesch. Ag. 1266; Nic. Th. 372; Nonn. D. 5, 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσβαινα: -ης, -ἡ, (βαίνω) εἶδος ὄφεως δυναμένου νὰ ἕρπῃ πρός τε τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1233, Νικ. Θ. 372. Ὁ δὲ Ἡσύχ. λέγει: «εἶδος ὄφεως μακροκέφαλον, ἰσόπηχυ, τὴν οὐρὰν κολοβὴν ἔχον καὶ ταύτῃ πολλάκις τὴν πορείαν ποιούμενον, ὥστε τινὰς ἀμφισβητεῖν μὴ δύο κεφαλὰς ἔχειν· λέγεται δὲ καὶ διὰ τοῦ μ ἀμφίσμαινα.»

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
amphisbène, sorte de serpent qui s’avance ou recule à volonté.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): tb. ἀμφίσμαινα Hsch.; ἀμφισφαίνη POxy.2221.2.9, 14, 15
1 anfisbena, serpiente fabulosa con otra cabeza en lugar de cola, A.A.1233, Ar.Fr.439A., Nic.Th.372, Nonn.D.5.146, Androm.27, Luc.Dips.3, Lucan.9.719, Plin.HN 30.85.
2 ἀ. φλέβες las venas que van por las piernas hasta los órganos genitales Pall.in Hp.2.103.

Greek Monolingual

ἀμφίσβαινα, η (Α)
1. είδος ερπετού που θεωρείται ότι έρπει ή προς τα εμπρός ή προς τα πίσω
2. (στον πληθ. ως επίθ.) αἱ ἀμφίσβαιναι
οι φλέβες που συνδέουν το στέρνο με τα γεννητικά όργανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία ερπετού του οποίου η κεφαλή και η ουρά έμοιαζαν και έδινε την εντύπωση πως μπορούσε να κινείται και προς τις δύο κατευθύνσεις, και εμπρός και πίσω. Πρόκειται για «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τα στοιχεία ἀμφὶς + βαίνω + -αινα (κατάλ. θηλ. ονομ. ζώων μύραινα, δράκαινα κ.λπ.)].

Greek Monotonic

ἀμφίσβαινα: -ης, ἡ (βαίνω), είδος ερπετού που μπορεί να κινηθεί είτε μπροστά είτε πίσω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίσβαινα: ἡ амфисбена (змея, которая могла, якобы, двигаться то вперед, то назад) Aesch., Luc.

Middle Liddell

βαίνω
a kind of serpent, that can go either forwards or backwards, Aesch.