ἀμφιπέλομαι: Difference between revisions
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
(1) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμφιπέλομαι:''' носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.). | |elrutext='''ἀμφιπέλομαι:''' носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[float]] [[around]], of [[music]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
A hover, float around, of music, ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται Od.1.352; encompass, Sammelb.5829.16.
German (Pape)
[Seite 141] (s. πέλομαι), umgeben, ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, vom Gesange, der die Zuhörer umtönt, Od. 1, 352.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπέλομαι: ἀποθ. ὑπάρχω, εἰμί, ἢ περιηχῶ, ἐπὶ μουσικῆς, ἥτις ἀκουόντεσσι μεωτάτη ἀμφιπέληται Ὀδ. Α. 352.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
se trouver ou flotter autour de, τινι.
Étymologie: ἀμφί, πέλομαι.
English (Autenrieth)
be about one, ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται, the newest song to ‘meet their ears,’ Od. 1.352†. Cf. ἀμφιέρχομαι.
Spanish (DGE)
encontrarse alrededor, rodear (ἀοιδή) ἥ τις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται (el canto) que resulte más nuevo a quienes lo escuchan, Od.1.352, ἀμφιπέλοιτο κόνις SB 5829.16.
Greek Monolingual
ἀμφιπέλομαι (Α)
(για μουσική)
περιφέρομαι, πλανιέμαι στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πέλομαι «κινούμαι, είμαι, γίνομαι»].
Greek Monotonic
ἀμφιπέλομαι: αποθ., λέγεται για μουσική, ηχώ τριγύρω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιπέλομαι: носиться вокруг, кружиться (τινι Hom.).