ἀπήμαντος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(1)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπήμαντος:''' <b class="num">1)</b> невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беспечальный, безмятежный ([[βίοτος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> целебный, благотворный ([[σθένος]] Aesch.).
|elrutext='''ἀπήμαντος:''' <b class="num">1)</b> невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> беспечальный, безмятежный ([[βίοτος]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> целебный, благотворный ([[σθένος]] Aesch.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πημαίνω]]<br />[[unharmed]], [[unhurt]], Od.: [[ἔστω]] δ' ἀπήμαντον be [[misery]] far [[away]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπήμαντος Medium diacritics: ἀπήμαντος Low diacritics: απήμαντος Capitals: ΑΠΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: apḗmantos Transliteration B: apēmantos Transliteration C: apimantos Beta Code: a)ph/mantos

English (LSJ)

ον,

   A unharmed, unhurt, Od.19.282, cf. Hes.Th.955; ἀ. βίοτος a life free from misery, Pi.O.8.87; ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, A.Ag.378 (lyr.).    II Act., unharming, σθένος Id.Supp. 576(lyr.); of snakes, Nic.Th.492. Adv. -τως Tz.ad Lyc.886.

German (Pape)

[Seite 290] unversehrt, unbeschädigt, Od. 19, 282; βίοτος Pind. Ol. 8, 87; σθένος Aesch. Suppl. 571; vgl. Ag. 368.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπήμαντος: -ον, ὁ μὴ παθὼν βλάβην ἢ κακόν τι, πέμπειν τέ μιν.. αὐτοὶ οἴκαδ’ ἀπήμαντον Ὀδ. Τ. 282· ἀπήμαντος βίοτος, βίος ἄνευ παθημάτων, «ζωὴ χωρὶς βάσανα» Πινδ. Ο. 8 ἐν τέλ.: ― ἔστω δ’ ἀπήμαντον, ἔστω ἄνευ πημάτων ἄνευ παθημάτων, Αἰσχ. Ἀγ. 378. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν βλάβην, σθένος ὁ αὐτ. Ἱκ. 576· ἐπὶ προσώπων, Νικ. Θ. 492. ― Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 886.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sain et sauf;
2 inoffensif.
Étymologie: ἀ, πημαίνω.

English (Autenrieth)

(πημαίνω): unharmed, Od. 19.282†.

English (Slater)

ᾰπήμαντος
   1 free from pain ἀπήμαντον ἄγων βίοτον (O. 8.87)

Greek Monolingual

ἀπήμαντος κ. ἀπήματος, -ον (AM)
αυτός που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά ή ζημιά
αρχ.
αυτός που δεν προξενεί κανένα κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πημαίνω < πήμα «συμφορά, δυστυχία»].

Greek Monotonic

ἀπήμαντος: -ον (πημαίνω), αβλαβής, απείραχτος, σε Ομήρ. Οδ.· ἔστω δ' ἀπήμαντον, να είσαι χωρίς παθήματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπήμαντος: 1) невредимый (πέμπειν τινὰ οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον Hom.);
2) беспечальный, безмятежный (βίοτος Pind.);
3) целебный, благотворный (σθένος Aesch.).

Middle Liddell

πημαίνω
unharmed, unhurt, Od.: ἔστω δ' ἀπήμαντον be misery far away, Aesch.