ἀνιάχω: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιάχω:''' [ᾰ], [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]]· με αιτ., [[επαινώ]] μεγαλόφωνα, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνιάχω:''' [ᾰ], [[κραυγάζω]], [[φωνάζω]] [[δυνατά]]· με αιτ., [[επαινώ]] μεγαλόφωνα, σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to cry [[aloud]]: c. acc. to [[praise]] [[loudly]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:27, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐάχω Medium diacritics: ἀνιάχω Low diacritics: ανιάχω Capitals: ΑΝΙΑΧΩ
Transliteration A: aniáchō Transliteration B: aniachō Transliteration C: aniacho Beta Code: a)nia/xw

English (LSJ)

[ᾰχ],

   A cry aloud, A.R.2.270, 3.253, Nonn.D.15.417.    2 c. acc., proclaim loudly, APl.4.296 (Antip.); ἔπος Nonn.D.44.190.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιάχω: μέλλ. -αχήσω, ἰσχυρῶς φωνάζω, ἀναβοῶ, «χουγιάζω», Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 270, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., μεγαλοφώνως ἐπαινῶ, Ἀνθ. Πλαν. 296. ΙΙ. ἀναφωνῶ ἀποκρινόμενος, ἀποκρίνομαι μεγαλωφώνως, Νόνν. παράφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ι΄, 90.

French (Bailly abrégé)

1 s’écrier;
2 acclamer, vanter.
Étymologie: ἀνά, ἰάχω.

Spanish (DGE)

(ἀνῐάχω)
• Prosodia: [-ᾰ-]

• Morfología: [impf. ἀνίᾰχον (-ῑ-) AP 16.296 (Antip.Sid.), Nonn.D.15.417]
1 intr. gritar E.Or.1465, A.R.2.270, 3.253, Πὰν νόμιος καὶ Φοῖβος ἀνίαχον Nonn.l.c.
c. ac. ἔπος Nonn.D.44.190, cf. 10.425.
2 c. ac. aclamar ἄλλοι δ' ἄλλην μαῖαν ἀνίαχον AP l.c.

Greek Monolingual

ἀνιάχω (Α) ιάχω
1. κραυγάζω δυνατά
2. ανακηρύσσω, επαινώ μεγαλόφωνα
3. απαντώ μεγαλόφωνα.

Greek Monotonic

ἀνιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, φωνάζω δυνατά· με αιτ., επαινώ μεγαλόφωνα, σε Ανθ.

Middle Liddell


to cry aloud: c. acc. to praise loudly, Anth.