ἀπόληψις: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
(1) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀπόληψις:''' εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.). | |elrutext='''ἀπόληψις:''' εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀπολαμβάνω]] IV]<br />an intercepting, [[cutting]] off, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 9 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV)
A intercepting, cutting off, ὁπλιτῶν Th.7.54; stoppage, ἐπιμηνίων, οὔρων, Hp.Prorrh.1.51, 2.7, etc.; ὑδάτων Thphr.CP3.21.1; imprisonment, πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep. 2p.48U.; ἀ. ποδός constrained position, Hp.Art.62. b refutation, Gal.5.261. 2 reception, τῆς φιλίας Phld.D.3Fr.84, cf. Str.10.2.25. 3 clamp, holdfast, Ph.Bel.57.44. 4 repayment, Phalar. Ep.27.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόληψις: -εως, ἡ, (ἀπολαμβάνω IV.) παραλαβή, μέλλησις… ἀπολήψεως Φαλάρ. Ἐπιστ. 11· ἀπόκλεισις, ἀποκώλυσις, ὁπλιτῶν Θουκ. 7. 54· ἐπίσχεσις ἐπιμηνίων, οὔρων, Ἱππ. 91C, 71D, κτλ.· ὑδάτων Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 21, 1· ἀπ. ποδός, ἡ στάσις ἢ θέσις αὐτοῦ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· ἴδε Foës, Oecon.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couper (des troupes).
Étymologie: ἀπολαμβάνω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀπόλημψις Hp.Liqu.6; eol. ἀπόλαμψις IG 12(2).28 (Mitilene)
I 1admisión τῆς φιλίας Phld.D.3.fr.84.
2 recepción de lo que es debido, devolución χρημάτων Phalar.Ep.27, UPZ 200.16 (II/I a.C.).
II 1acción de interceptar o cortar el paso ὁπλιτῶν Th.7.54.
2 interrupción, cese πνευμάτων Hp.Acut.(Sp.) 4, ἐπιμηνίων Hp.Prorrh.2.7, ὑδάτων Thphr.CP 3.21.1, ἀ. φλεβῶν estrangulamiento de las venas Hp.Acut.(Sp.) 6, 49, κάτωθεν ἀπολήμψιες retenciones en la parte baja e.d. en el vientre Hp.Liqu.l.c.
•compresión πνεύματος ἐν τῇ γῇ Epicur.Ep.[3] 105
•posición forzada ποδός Hp.Art.62.
III sujeción, grapa Ph.Bel.57.44.
Greek Monotonic
ἀπόληψις: -εως, ἡ (ἀπολαμβάνω IV), αποκλεισμός, παρεμπόδιση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόληψις: εως ἡ воен. перехватывание, отрезывание, обход (τῶν ὁπλιτῶν Thuc.).
Middle Liddell
ἀπολαμβάνω IV]
an intercepting, cutting off, Thuc.