μετοικοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετοικοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.
|elrutext='''μετοικοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετοικο-[[φύλαξ]], ακος,<br />[[guardian]] of the μέτοικοι, Xen.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικοφύλαξ Medium diacritics: μετοικοφύλαξ Low diacritics: μετοικοφύλαξ Capitals: ΜΕΤΟΙΚΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: metoikophýlax Transliteration B: metoikophylax Transliteration C: metoikofylaks Beta Code: metoikofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A overseer and guardian of the μέτοικοι, X.Vect.2.7.

German (Pape)

[Seite 161] ακος, ὁ, Aufseher u. Beschützer der μέτοικοι, Xen. Vect. 2, 7; Suid. Vgl. προστάτης.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, ἐπόπτης καὶ προστάτης τῶν μετοίκων, Ξεν. Πόροι 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
à Athènes magistrat chargé du service concernant les métèques.
Étymologie: μέτοικος, φύλαξ.

Greek Monolingual

μετοικοφύλαξ, ὁ (Α)
φύλακας, επιστάτης ή προστάτης τών μετοίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτοικος + φύλαξ.

Greek Monotonic

μετοικοφύλαξ: ὁ, ἡ, φύλακας των μετοίκων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μετοικοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ уполномоченный по делам метэков Xen.

Middle Liddell

μετοικο-φύλαξ, ακος,
guardian of the μέτοικοι, Xen.