δολοπλοκία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δολοπλοκία:''' ἡ, [[δολιότητα]], πονηριά, [[πανουργία]], σε Θέογν. | |lsmtext='''δολοπλοκία:''' ἡ, [[δολιότητα]], πονηριά, [[πανουργία]], σε Θέογν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δολοπλοκία]], ἡ, <i>n</i><br />[[subtlety]], [[craft]], Theogn. [from [[δολοπλόκος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A subtlety, craft, in pl., Thgn.226, Hp.Ep.17.
German (Pape)
[Seite 655] ἡ, das Listenflechten, ein listiger Anschlag; Theogn. 226; Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
δολοπλοκία: ἡ, δολιότης, πανουργία, Θέογν. 226.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
enchevêtrement de ruses, intrigue.
Étymologie: δολοπλόκος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Morfología: [plu. dat. -ῃσι Hp.Ep.17.7]
argucia, intriga, tergiversación δολοπλοκίαι ... ἄπιστοι Thgn.226, δολοπλοκίῃσι ἀνθαμιλλεῦντες rivalizando en artimañas Hp.l.c.
Greek Monolingual
η (AM δολοπλοκία) δολοπλόκος
εξύφανση δόλων, μηχανορραφία.
Greek Monotonic
δολοπλοκία: ἡ, δολιότητα, πονηριά, πανουργία, σε Θέογν.
Middle Liddell
δολοπλοκία, ἡ, n
subtlety, craft, Theogn. [from δολοπλόκος