κομπαστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κομπαστής:''' οῦ ὁ хвастун Plut.
|elrutext='''κομπαστής:''' οῦ ὁ хвастун Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κομπαστής]], οῦ, [[κομπάζω]]<br />a [[braggart]], Plut.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπαστής Medium diacritics: κομπαστής Low diacritics: κομπαστής Capitals: ΚΟΜΠΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kompastḗs Transliteration B: kompastēs Transliteration C: kompastis Beta Code: *kompasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A braggart, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56.    II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.

Greek Monotonic

κομπαστής: -οῦ, ὁ (κομπάζω), κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομπαστής -οῦ, ὁ [κομπάζω] opschepper.

Russian (Dvoretsky)

κομπαστής: οῦ ὁ хвастун Plut.

Middle Liddell

κομπαστής, οῦ, κομπάζω
a braggart, Plut.