ἐπιδεής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιδεής:''' <b class="num">1)</b> ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий, лишенный ([[ναῦς]] πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
|elrutext='''ἐπιδεής:''' <b class="num">1)</b> ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не имеющий, лишенный ([[ναῦς]] πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιδεής]], ές [[ἐπιδέομαι]]<br />in [[want]] of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων [[inferior]] to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεής Medium diacritics: ἐπιδεής Low diacritics: επιδεής Capitals: ΕΠΙΔΕΗΣ
Transliteration A: epideḗs Transliteration B: epideēs Transliteration C: epideis Beta Code: e)pideh/s

English (LSJ)

poet. ἐπιδευής (q.v.), ές,

   A in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., -δεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. -έστερος ἐκείνων inferior to . ., Pl.Plt.311b: Sup. -έστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. -εῶς inadequately, Id.Lg.899d.

German (Pape)

[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².

Greek Monolingual

ἐπιδεής, -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.

Greek Monotonic

ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεής: 1) ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);
2) не имеющий, лишенный (ναῦς πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.

Middle Liddell

ἐπιδεής, ές ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.