βάταλος: Difference between revisions

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at

Menander
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος</b>, <b class="b3">κίναιδος</b>, <b class="b3">ἔκλυτος</b> H.; = <b class="b3">πρωκτός</b> (Eup. 82) Harpokration.<br />Other forms: Also <b class="b3">βάτταλος</b>. <b class="b3">βατᾶς</b>, <b class="b3">βαδᾶς</b> and <b class="b3">σπάταλος</b> [[wanton]], [[lascivious]] s. below.<br />Derivatives: <b class="b3">βαταλίζομαι</b> <b class="b2">live like a β.</b> (Theano), <b class="b3">-ίζω</b> (<b class="b3">τὰ ὀπίσθια</b>, of a horse) <b class="b2">turn to and fro</b> (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) <b class="b3">βατᾶς ὁ καταφερής</b>. <b class="b3">Ταραντῖνοι</b> H.; <b class="b3">βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας</b> H. - Demosthenes was called <b class="b3">Βάτ(τ)αλος</b> in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying <b class="b3">λ</b> for <b class="b3">ρ</b> and so for <b class="b3">βατταρίζειν</b> [[stammer]] say <b class="b3">βατταλίζειν</b>; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One suggested connection with <b class="b3">βατέω</b> [[mount]]; but that <b class="b3">βαδᾶς</b> would be after <b class="b3">βάδην</b>, <b class="b3">βαδίζω</b> is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly <b class="b3">σπάταλος</b>, which shows Pre-Gr. origin (as does <b class="b3">τ</b>\/<b class="b3">δ</b>).
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b3">καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος</b>, <b class="b3">κίναιδος</b>, <b class="b3">ἔκλυτος</b> H.; = <b class="b3">πρωκτός</b> (Eup. 82) Harpokration.<br />Other forms: Also <b class="b3">βάτταλος</b>. <b class="b3">βατᾶς</b>, <b class="b3">βαδᾶς</b> and <b class="b3">σπάταλος</b> [[wanton]], [[lascivious]] s. below.<br />Derivatives: <b class="b3">βαταλίζομαι</b> <b class="b2">live like a β.</b> (Theano), <b class="b3">-ίζω</b> (<b class="b3">τὰ ὀπίσθια</b>, of a horse) <b class="b2">turn to and fro</b> (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) <b class="b3">βατᾶς ὁ καταφερής</b>. <b class="b3">Ταραντῖνοι</b> H.; <b class="b3">βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας</b> H. - Demosthenes was called <b class="b3">Βάτ(τ)αλος</b> in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying <b class="b3">λ</b> for <b class="b3">ρ</b> and so for <b class="b3">βατταρίζειν</b> [[stammer]] say <b class="b3">βατταλίζειν</b>; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: One suggested connection with <b class="b3">βατέω</b> [[mount]]; but that <b class="b3">βαδᾶς</b> would be after <b class="b3">βάδην</b>, <b class="b3">βαδίζω</b> is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly <b class="b3">σπάταλος</b>, which shows Pre-Gr. origin (as does <b class="b3">τ</b>\/<b class="b3">δ</b>).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βάττος]]<br />a [[nickname]] given to [[Demosthenes]], from his stuttering, Aeschin.
}}
}}

Revision as of 20:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βάτᾰλος Medium diacritics: βάταλος Low diacritics: βάταλος Capitals: ΒΑΤΑΛΟΣ
Transliteration A: bátalos Transliteration B: batalos Transliteration C: vatalos Beta Code: ba/talos

English (LSJ)

[βᾱ], ὁ,

   A = πρωκτός, Eup.82; cf. βάτας, βατέω.    II stammerer (cf. βατταρίζω), a nickname given to Demosthenes, Aeschin. 2.99, cf. D.18.180. (Codd. vary between βάταλος and βάτταλος: Βάτταλος is pr. n. in Hedyl. ap. Ath.4.167d.)

German (Pape)

[Seite 438] ὁ (βατέω), ein Weichling, cinaedus, VLL.; Clem. Al.; Spottname des Demosthenes, Aesch. 1, 126. 2, 99 Dem. 18, 180 Plut. Dem. 4, was Einige auf das Stottern in seiner Jugend beziehen wollten; ursprünglich ein Eigenname eines Flötenspielers, B. A. 221; nach Harpocr. von Eupolis = πρωκτός gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

βάτᾰλος: ὁ, =πρωκτός, Εὔπολ. Βαπτ. 14· - ἐντεῦθεν ἐπὶ προσώπων = κίναιδος, pathicus, Κλήμ. Ἀλ. 266. ΙΙ. σκωπτικὸν ἐπώνυμον διδόμενον τῷ Δημοσθένει, ἔχον σχέσιν πρὸς τὸ ῥῆμα βαταρίζω, ἐπειδὴ ἐτραύλιζεν ὅτε ἦτο νέος καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ προφέρῃ το ρ, Αἰσχίν. 41.14, πρβλ. Δημ. 288.17. Τὰ χειρόγραφα ποικίλλουσι μεταξὺ τῆς γραφῆς βάταλος και βάτταλος·- τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ ὡς κύριον ὄνομα Βάτταλος, Ἡδύλ. παρ’Ἀθην. 176D.

French (Bailly abrégé)

v. βάτταλος.

Greek Monolingual

βάταλος και βάτταλος, ο (Α)
1. ο τραυλός
2. ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τ., άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. βάταλος με το βατώ (-έω) «ανέρχομαι, πηδώ» είναι αβέβαιη, ενώ η άποψη, κατά την οποία ο όρος βάταλος είναι δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αρχ. ινδ. bata- «αδύνατος άνθρωπος»), δεν είναι ικανοποιητική. Ο τ. βάτταλος, που μαρτυρείται στον Δημοσθένη, συνδέεται με το ρ. βατταρίζω «τραυλίζω», με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Κατά τον Ησύχιο, η λ. βάταλος χρησιμοποιείται με μειωτική σημασία αντίθετα προς τον τ. βάτταλος, κατά τον Αισχίνη δε χρησιμοποιήθηκε ως παρατσούκλι για τον Δημοσθένη από την παιδική του ηλικία].

Greek Monotonic

βάτᾰλος: ὁ (βάττος), σκωπτικό επώνυμο, «παρατσούκλι» αποδιδόμενο στο Δημοσθένη, εξαιτίας του τραυλίσματός του και της αδυναμίας του να προφέρει το «ρ», σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

βάταλος: ὁ v. l. = βάτταλος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: καταπύγων καὶ ἀνδρόγυνος, κίναιδος, ἔκλυτος H.; = πρωκτός (Eup. 82) Harpokration.
Other forms: Also βάτταλος. βατᾶς, βαδᾶς and σπάταλος wanton, lascivious s. below.
Derivatives: βαταλίζομαι live like a β. (Theano), -ίζω (τὰ ὀπίσθια, of a horse) turn to and fro (Hippiatr.). Shortened (cf. Chantr. Form. 31f.) βατᾶς ὁ καταφερής. Ταραντῖνοι H.; βαδᾶς κίναιδος ὡς Ἀμερίας H. - Demosthenes was called Βάτ(τ)αλος in his youth (D. 18, 180; Aeschin. 1, 126; 2,99). Perhaps it referred to a speech-defect, saying λ for ρ and so for βατταρίζειν stammer say βατταλίζειν; s. Holst Symb. Oslo. 4, 11ff.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One suggested connection with βατέω mount; but that βαδᾶς would be after βάδην, βαδίζω is quite improbable. Fur. 154 etc. connects convincingly σπάταλος, which shows Pre-Gr. origin (as does τ\/δ).

Middle Liddell

βάττος
a nickname given to Demosthenes, from his stuttering, Aeschin.