γαλεώτης: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γᾰλεώτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> галеот (вид крапчатой или пятнистой ящерицы) Arph., Arst., Plut.: γ. [[γέρων]] погов. Men. седой как лунь, старик;<br /><b class="num">2)</b> меч-рыба Polyb., Luc.
|elrutext='''γᾰλεώτης:''' ου ὁ<b class="num">1)</b> галеот (вид крапчатой или пятнистой ящерицы) Arph., Arst., Plut.: γ. [[γέρων]] погов. Men. седой как лунь, старик;<br /><b class="num">2)</b> меч-рыба Polyb., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γαλέη]]<br />a [[spotted]] [[lizard]], Lat. [[stellio]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλεώτης Medium diacritics: γαλεώτης Low diacritics: γαλεώτης Capitals: ΓΑΛΕΩΤΗΣ
Transliteration A: galeṓtēs Transliteration B: galeōtēs Transliteration C: galeotis Beta Code: galew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370.    II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15.    III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.

Spanish (DGE)

(γᾰλεώτης) -ου, ὁ
zool.
1 lagartija moteada Ar.Nu.173, Arist.Fr.370, Plu.2.924a, Ael.NA 9.19, Sch.Nic.Th.484a, γ. γέρων el viejo es una lagartija moteada, e.d. está lleno de pecas Men.Fr.163.
2 pez espada Plb.34.2.12, 15, 34.3.1, cf. Hsch.
3 comadreja Luc.VH 1.35.

Greek Monolingual

γαλεώτης, ο (Α)
1. είδος κηλιδωτής σαύρας, ο ασκαλαβώτης
2. ο ξιφίας
3. η ικτίς
4. φρ. «γαλεώτης γέρων» — γέρος ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλέη, γαλή + (επίθημα) -ώτης με τις σημ. 1 και 3, ενώ < γαλεός + (επίθημα) -ώτης με τη σημ. 2, εκτός αν γίνει αποδεκτή η άποψη γαλεός < γαλεώτης (βλ. και λ. γαλέος)].

Greek Monotonic

γαλεώτης: -ου, ὁ (γαλέη), σαύρα με στίγματα, με κηλίδες· Λατ. stellio, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλεώτης: ου ὁ1) галеот (вид крапчатой или пятнистой ящерицы) Arph., Arst., Plut.: γ. γέρων погов. Men. седой как лунь, старик;
2) меч-рыба Polyb., Luc.

Middle Liddell

γαλέη
a spotted lizard, Lat. stellio, Ar.