βαρύπους: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(3) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, [[βαρύς]] στα [[άκρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''βᾰρύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, [[βαρύς]] στα [[άκρα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[heavy]] at the end, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, of a club,
A heavy at the end, APl.4.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 434] ὄζος, schwerfüßig, schwer, Philp. 52 (Plan. 104).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἐπὶ ῥοπάλου, βαρὺς κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Πλαν. 104.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. -ύποδος
au pied pesant, càd lourd à son extrémité en parl. d’une massue.
Étymologie: βαρύς, πούς.
Spanish (DGE)
(βᾰρύπους) ὁ, ἡ
• Prosodia: [-ῠ-]
de pesada base de la clava de Heracles β. ὄζος ὁ θηρολέτης AP 16.104 (Phil.).
Greek Monotonic
βᾰρύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, βαρύς στα άκρα, σε Ανθ.
Middle Liddell
heavy at the end, Anth.