δαμάτειρα: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δᾰμάτειρα:''' (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth. | |elrutext='''δᾰμάτειρα:''' (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δαμάζω]]<br />one who tames, Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 9 January 2019
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ, fem. of δαμαντήρ, AP11.403 (Luc.).
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, Bändigerin, Luc. ep. 27 (XI, 403).
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάτειρα: ἡ, δαμάστρια, πλούτου δ. Ἀνθ. Π. 11. 403.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la dompteuse.
Étymologie: δαμάω.
Spanish (DGE)
v. δμητήρ.
Greek Monolingual
δαμάτειρα, η (Α)
η δαμάστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμα του αορ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + (επίθημα) -τειρα].
Greek Monotonic
δᾰμάτειρα: ἡ (δαμάζω), αυτή που εξημερώνει, δαμάστρια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάτειρα: (μᾰ) ἡ укротительница (шутл. эпитет подагры) Anth.
Middle Liddell
δαμάζω
one who tames, Anth.