γενέτης: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γενέτης:''' ου adj. m покровительствующий роду, родовой (θεοί Aesch., Eur.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> родитель, отец Eur., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> дитя, сын Soph., Eur.
|elrutext='''γενέτης:''' ου adj. m покровительствующий роду, родовой (θεοί Aesch., Eur.).<br />ου ὁ<br /><b class="num">1)</b> родитель, отец Eur., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> дитя, сын Soph., Eur.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[(I.1.) from [[γείνομαι]]; (I.2.) from [[γίγνομαι]]<br /><b class="num">I.</b> the [[begetter]], [[father]], [[ancestor]], Eur., and in pl. parents, Eur.<br /><b class="num">2.</b> the begotten, the son, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> as adj., = γενέθλιοι θεοί, Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτης Medium diacritics: γενέτης Low diacritics: γενέτης Capitals: ΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: genétēs Transliteration B: genetēs Transliteration C: genetis Beta Code: gene/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A begetter, ancestor, E.Or.1011 (anap.), Call.Epigr. 23.2; father, IG3.1335, 12(7).115 (Amorgos); γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα, i.e. the tomb of my fathers, BMus.Inscr.2.179,al.: in pl., parents, IG4.682 (Hermione): generally, author, Epigr.Gr.979.4 (Philae).    2 son, ὁ Διὸς γ. S.OT472; ὁ ἐμὸς γ. E.Ion916 (lyr.).    II as Adj., = γενέθλιος, θεοί A.Supp.77 (lyr.), E.Ion 1130.    2 produced, ὁ Νεῖλος θέρει γ. Olymp.in Mete.94.9.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = γενέθλιος; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149.

Greek (Liddell-Scott)

γενέτης: -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, πατήρ, πρόγονος, Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1212· - καθόλου, δημιουργός, παραγωγός, ποιητής τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ υἱός, ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. γενέτειρα. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = γενέθλιος, Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.

French (Bailly abrégé)

ου;
I. adj. m. qui préside à la naissance;
II. subst.γενέτης :
1 père;
2 fils.
Étymologie: γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ου

• Alolema(s): γενέτας E.Or.1011

• Morfología: [plu. dat. γενέτῃσιν Hp.Iusi.1]
I 1ancestral θεοί A.Supp.77.
2 que favorece la procreación θεοί E.Io 1130
creador, engendrador εἷς δαίμων μέγας γ., ἀρχὸς ἁπάντων Orác. en Orph.Fr.169.1, διότι καὶ ὁ Νεῖλος θέρει γ. ἐστί Olymp.in Mete.94.9.
II subst. ὁ γ.
1 padre εἰς ἐμὲ καὶ γενέταν ἐμόν E.l.c., Καλλιμάχου ... παῖδα τε καὶ γενέτην Call.Epigr.21.2, πάτραν καὶ γενέτην ἔνεπε sobre una tumba IMEG 43.2 (I a.C.), cf. Orph.A.151, IG 22.7447.13 (II d.C.), 12(7).115.16 (Amorgos II/I a.C.), TAM 3.66.4 (Termeso III d.C.)
plu. progenitores, padres (padre y madre) ἡγήσασθαί τε τὸν διδάξαντά με ... ἶσα γενέτῃσιν ἐμοῖσιν Hp.l.c., cf. IG 4.682.14 (Hermíone III a.C.), GVI 1026.5 (Tracia II d.C.)
fig. autor οὗπερ ἔφυν γενέτου ref. a los versos de un epigrama IPh.143.4 (I a.C.), τίς καρπῶν γενέτης; Hymn.Mag.1.2.
2 hijo ὁ Διὸς γ. S.OT 470, cf. E.Io 916.

Greek Monolingual

γενέτης, ο (θηλ. γενέτις, η) (AM)
1. πρόγονος
2. στον πληθ. α) πρόγονοι
β) οι γονείς
αρχ.
1. ο πατέρας
2. ο δημιουργός
3. ο γιος
4. (ως επίθ. θεού) ο γενέθλιος, ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-της
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενέτης: -ου, ὁ (γείνομαι),
I. 1. γεννήτορας, δημιουργός, πατέρας, πρόγονος, σε Ευρ., και στον πληθ., γονείς, στον ίδ.
2. (γίγνομαι), γεννηθείς, γιος, σε Σοφ., Ευρ.
II. ως επίθ. = γενέθλιος· γενέθλιοι θεοί, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γενέτης: ου adj. m покровительствующий роду, родовой (θεοί Aesch., Eur.).
ου ὁ
1) родитель, отец Eur., Anth.;
2) дитя, сын Soph., Eur.

Middle Liddell

[(I.1.) from γείνομαι; (I.2.) from γίγνομαι
I. the begetter, father, ancestor, Eur., and in pl. parents, Eur.
2. the begotten, the son, Soph., Eur.
II. as adj., = γενέθλιοι θεοί, Aesch., Eur.