διάστερος: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(1b) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάστερος:''' украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.). | |elrutext='''διάστερος:''' украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δι-άστερος, ον <i>adj</i><br />starred, δ. λίθοις Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A starred, jewelled, δ. λίθοις Luc.Am.41.
German (Pape)
[Seite 603] gestirnt; στεφάνη λίθοις δ., mit Edelsteinen, wie mit Sternen geziert, Luc. Amor. 41.
Greek (Liddell-Scott)
διάστερος: -ον, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, δ. λίθος Λουκ. Ἔρωσ. 41.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
constellé.
Étymologie: διά, ἀστήρ.
Spanish (DGE)
-ον
con estrellas metáf. στεφάνη ... λίθοις Ἰνδικοῖς δ. una corona adornada con piedras de la India a modo de estrellas Luc.Am.41.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος.
Greek Monotonic
διάστερος: -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.
Russian (Dvoretsky)
διάστερος: украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).
Middle Liddell
δι-άστερος, ον adj
starred, δ. λίθοις Luc.