δημάρατος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημάρᾱτος:''' -ον ([[ἀράομαι]]), αυτός που έχει έρθει [[κατόπιν]] επίκλησης, με την [[ευχή]] του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''δημάρᾱτος:''' -ον ([[ἀράομαι]]), αυτός που έχει έρθει [[κατόπιν]] επίκλησης, με την [[ευχή]] του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἀράομαι]]<br />pryaed for by the [[people]]: as [[prop]]. n. of a [[king]] of [[Sparta]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 9 January 2019
English (LSJ)
[μᾰ], ον, (ἀράομαι)
A prayed for by the people: hence as pr. n. of a king of Sparta, Hdt.5.75 (in Ion. form -άρητος), etc., cf. Eust.1093.57.
German (Pape)
[Seite 561] vom Volke erfleht, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
δημάρᾱτος: -ον, (ἀράομαι) ὁ κατ’ εὐχὴν τοῦ λαοῦ, ὁ τῷ λαῷ ἐπιθυμητός· ἐντεῦθεν ὡς κύριον ὄνομα βασιλέως τινὸς τῆς Σπάρτης, Ἡρόδ., κτλ.· ἴδε Εὐστ. 1093. 57.
Greek Monolingual
δημάρατος, -ον (AM)
1. αυτός τον οποίο επιθυμεί ο λαός, που αναδεικνύεται με τις ευχές του λαού
2. (ως κύρ. όν. προσ.) Δημάρατος
όνομα βασιλέων της Σπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αρατός < αρώμαι].
Greek Monotonic
δημάρᾱτος: -ον (ἀράομαι), αυτός που έχει έρθει κατόπιν επίκλησης, με την ευχή του λαού· ως προσωνύμιο βασιλιά της Σπάρτης, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀράομαι
pryaed for by the people: as prop. n. of a king of Sparta, Hdt.