δοριτίνακτος: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(1b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δοριτίνακτος:''' сотрясаемый копьем ([[αἰθήρ]] Aesch.). | |elrutext='''δοριτίνακτος:''' сотрясаемый копьем ([[αἰθήρ]] Aesch.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=δορῐ-τί˘νακτος, ον <i>adj</i> [[τινάσσω]]<br />shaken by [[battle]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 9 January 2019
English (LSJ)
[τῐ], ον,
A shaken by battle, αἰθήρ A.Th.155 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐτίνακτος: [τῐ], ον, τιναχθείς, .σεισθεὶς διὰ τῶν δοράτων, αἰθὴρ Αἰσχύλ. Θήβ. 155.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ébranlé par les lances : δοριτίνακτα δ’ αἰθὴρ ἐπιμαίνεται ESCHL l’air y répond par le sifflement furieux des lances qui l’ébranlent.
Étymologie: δόρυ, τινάσσω.
Greek Monolingual
δοριτίνακτος, -ον (Α)
«δοριτίνακτος αἰθήρ» — που σείστηκε από την κλαγγή τών όπλων (Αισχ.).
Greek Monotonic
δορῐτίνακτος: [τῐ], -ον (τινάσσω), αυτός που έχει τιναχθεί, σεισθεί σε κονταρομαχία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δοριτίνακτος: сотрясаемый копьем (αἰθήρ Aesch.).