διφρεύω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διφρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> ездить на колеснице (βαλιαῖσι πώλοις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> проезжать на колеснице (κυανέαις ἵπποις [[ἅλιον]] [[πέλαγος]] Eur.).
|elrutext='''διφρεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> ездить на колеснице (βαλιαῖσι πώλοις Eur.);<br /><b class="num">2)</b> проезжать на колеснице (κυανέαις ἵπποις [[ἅλιον]] [[πέλαγος]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δίφρος]]<br />to [[drive]] a [[chariot]], Eur.; αἴγλαν ἐδίφρευε [[drove]] his [[beaming]] car, Eur.
}}
}}

Revision as of 21:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρεύω Medium diacritics: διφρεύω Low diacritics: διφρεύω Capitals: ΔΙΦΡΕΥΩ
Transliteration A: diphreúō Transliteration B: diphreuō Transliteration C: difreyo Beta Code: difreu/w

English (LSJ)

   A drive a chariot, E.Andr.108 (eleg.), Heraclit.Incred.22.    2 c.acc., drive over, δ. ἅλιον πέλαγος E.Andr.1010 (lyr.); νὺξ . . νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος Id.Fr.114.    3 c. acc. cogn., αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος . . κατ' αἰθέρα Id.Supp.991 (lyr.); ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.Fr.33.    4 = διακαθίζω, Hsch.

German (Pape)

[Seite 645] auf dem Wagen fahren, Eur. Andr. 108 u. öfter. Auch trans., befahren, αἰθέρος νῶτα Ar. Thesm. 1067, parodirt aus Eur., der τίν' αἴγλαν ἐδίφρευ' Ἅλιος sagt, Suppl. 991; vgl. Archestr. bei Ath. VII, 326 b.

Greek (Liddell-Scott)

διφρεύω: (δίφρος) διφρηλατῶ, ὁδηγῶ δίφρον, Εὐρ. Ἀνδρ. 108. 2) μετ’ αἰτιατ., διατρέχω ἐπὶ ἅρματος, δ. ἅλιον πέλαγος αὐτόθι 1011· νὺξ… νῶτα διφρεύουσ’ αἰθέρος Εὐρ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1067. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., αἴγλαν ἐδίφρευ’ Ἅλιος… κατ’ αἰθέρα Εὐρ. Ἱκέτ. 991· πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326B.

French (Bailly abrégé)

1 conduire un char;
2 parcourir sur un char, acc..
Étymologie: δίφρος.

Spanish (DGE)

1 conducir el carro διφρεύων παῖς ἁλίας Θέτιδος E.Andr.108, cf. Rh.356, ἐπεθύμησεν ... διφρεῦσαι Heraclit.Par.22, cf. AP 16.376
c. ac. de ext. en el espacio διφρεύων ἅλιον πέλαγος conduciendo tu carro por el piélago salado E.Andr.1011, νὺξ ... νῶτα διφρεύουσ' αἰθέρος noche que conduces tu carro por la bóveda ... del éter Ar.Th.1067, ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ cuando Faetón conduzca su carro por la última órbita Archestr.SHell.164.2
c. ac. int. διφρεύων Κυβεληίδος ἅρμα Nonn.D.25.319
fig. conducir, guiar αἴγλαν ἐδίφρευε ... ἅλιος ... κατ' αἰθέρα Helios guiaba su resplandor por el cielo E.Supp.991.
2 permanecer sentado ἐν τοῖς οἴκοις αὐτῶν οἱ ἱερεῖς διφρεύουσιν ἔχοντες τοὺς χιτῶνας διερρωγότας los sacerdotes permanecen sentados en sus casas con las vestiduras desgarradas LXX Ep.Ie.30, cf. Hsch.

Greek Monolingual

διφρεύω (Α) δίφρος·1. οδηγώ άρμα, διφρηλατώ
2. διατρέχω πάνω σε άρμαδιφρεύω ἅλιον πέλαγος»).

Greek Monotonic

διφρεύω: μέλ. -σω (δίφρος), οδηγώ άρμα, σε Ευρ.· αἴγλαν ἐδίφρευε, οδηγούσε το ακτινοβόλο, αστραφτερό άρμα του, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διφρεύω:
1) ездить на колеснице (βαλιαῖσι πώλοις Eur.);
2) проезжать на колеснице (κυανέαις ἵπποις ἅλιον πέλαγος Eur.).

Middle Liddell

δίφρος
to drive a chariot, Eur.; αἴγλαν ἐδίφρευε drove his beaming car, Eur.