ἐνεσία: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνεσία:''' Επικ. [[ἐννεσία]], ἡ ([[ἐνίημι]]), [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[πρόταση]], [[εισήγηση]], <i>κείνης ἐνεσσίῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.) με [[εισήγηση]] εκείνης, [[κατόπιν]] πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐνεσία:''' Επικ. [[ἐννεσία]], ἡ ([[ἐνίημι]]), [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[πρόταση]], [[εισήγηση]], <i>κείνης ἐνεσσίῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.) με [[εισήγηση]] εκείνης, [[κατόπιν]] πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνίημι]]<br />a [[suggestion]], κείνης ἐννεσίῃσι (epic dat. pl.) at her [[suggestion]], Il.
}}
}}

Revision as of 21:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεσία Medium diacritics: ἐνεσία Low diacritics: ενεσία Capitals: ΕΝΕΣΙΑ
Transliteration A: enesía Transliteration B: enesia Transliteration C: enesia Beta Code: e)nesi/a

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίημι)

   A suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, s. ἐννεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.

Greek Monolingual

ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.

Greek Monotonic

ἐνεσία: Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση, εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης, κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐνίημι
a suggestion, κείνης ἐννεσίῃσι (epic dat. pl.) at her suggestion, Il.