ἐμμαίνομαι: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(2) |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐμμαίνομαι:''' неистовствовать (τινι NT). | |elrutext='''ἐμμαίνομαι:''' неистовствовать (τινι NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[ἐν]<br />Dep. to be mad at a [[thing]], c. dat., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.
German (Pape)
[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.
French (Bailly abrégé)
être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.
Spanish (DGE)
1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.
English (Strong)
from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.
Greek Monolingual
ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.
Greek Monotonic
ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).
Middle Liddell
[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.