ἐπίσπορος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσπορος:''' -ον ([[ἐπισπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί [[κατόπιν]], <i>οἱ ἐπ</i>., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπίσπορος:''' -ον ([[ἐπισπείρω]]), αυτός που έχει σπαρεί [[κατόπιν]], <i>οἱ ἐπ</i>., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίσπορος]], ον [[ἐπισπείρω]]<br />[[sown]] [[afterwards]], οἱ ἐπ. [[posterity]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσπορος Medium diacritics: ἐπίσπορος Low diacritics: επίσπορος Capitals: ΕΠΙΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: epísporos Transliteration B: episporos Transliteration C: episporos Beta Code: e)pi/sporos

English (LSJ)

ον,

   A sown afterwards, οἱ ἐ. posterity, A.Eu.673; τὰ ἐ. secondary crops, of vegetables, Thphr.HP7.1.2, PTeb.27.37 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 981] nachgesäet, οἱ ἐπίσποροι, die Nachkommen, Aesch. Eum. 643; τὰ ἐπίσπορα, die Gemüse, die mehrere Mal im Jahre gesäet, nachgesäet werden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσπορος: -ον, ὁ κατόπιν σπαρείς, οἱ ἐπίσποροι, οἱ μετέπειτα, οἱ ἀπόγονοι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 673· τὰ ἐπ., λάχανα σπειρόμενα διὰ ὄψιμον συγκομιδήν, τὰ καλούμενα ἐπίσπορα· ταῦτα δ’ ἐστὶ τεύτλιον, θριδακίνη, εὔζωμον, λάπαθον, κτλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé postérieurement ; fig. οἱ ἐπίσποροι ESCHL les descendants.
Étymologie: ἐπισπείρω.

Greek Monolingual

ἐπίσπορος, -ον (Α) επισπείρω
1. αυτός που σπάρθηκε ύστερα
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσποροι
οι απόγονοι
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίσπορα
λαχανικά που μπορούν να σπαρούν πολλές φορές τον χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπίσπορος: -ον (ἐπισπείρω), αυτός που έχει σπαρεί κατόπιν, οἱ ἐπ., οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπίσπορος, ον ἐπισπείρω
sown afterwards, οἱ ἐπ. posterity, Aesch.