εὐάντυξ: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐάντυξ:''' -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[ωραίο]] θόλο, όμορφη [[καμάρα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-άντυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,<br />[[finely]] [[vaulted]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ῠγος, ὁ, ἡ, of a chariot,
A with beautiful rail, Suid., Phot. (but cf. εὐάξων).
German (Pape)
[Seite 1057] υγος, mit einer schönen ἄντυξ, nach Suid. = εὐάξων. Bei Paul. Sil. descr. Soph. 254 κορυφὴ νηοῦ, schön gewölbt.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν ἄντυγα. Κατὰ Σουΐδ.: «εὐάντυγα, εὐάξονα». ΙΙ. ἔχων ὡραῖον θόλον, ἐπὶ οἰκοδομήματος, Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 121.
French (Bailly abrégé)
υγος (ὁ, ἡ)
à la belle voûte.
Étymologie: εὖ, ἄντυξ.
Greek Monolingual
εὐάντυξ (-υγος), ὁ, ἡ (ΑΜ)
μσν.
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει ωραίο θόλο
αρχ.
(για τροχούς άρματος) αυτός που έχει καλήν άντυγα, καλόν άξονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άντυξ, -γος].
Greek Monotonic
εὐάντυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.