εὐήρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐήρῠτος:''' легко вычерпываемый ([[ὕδωρ]] HH). | |elrutext='''εὐήρῠτος:''' легко вычерпываемый ([[ὕδωρ]] HH). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />[[easy]] to [[draw]] out, Hhymn. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (ἀρύω A)
A good to draw, ὕδωρ h.Cer.106.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὁ ῥᾳδίως ἀντλούμενος, ὕδωρ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à puiser.
Étymologie: εὖ, ἀρύω.
Greek Monolingual
εὐήρυτος, -ον (Α)
αυτός που αντλείται εύκολα («εὐήρυτον ὕδωρ», Ομ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήρυτος < αρύω «αντλώ»].
Greek Monotonic
εὐήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτός που αντλείται εύκολα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐήρῠτος: легко вычерпываемый (ὕδωρ HH).