εὐγένειος: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐγένειος:''' эп. [[ἠϋγένειος]] 2<br /><b class="num">1)</b> пышногривый ([[λῖς]], [[λέων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> густобородый ([[ἄνδρες]] Luc.): οὐ [[πάνυ]] εὐ. Plat. с не очень густой бородой;<br /><b class="num">3)</b> густо обросший, лохматый ([[ὄψις]], sc. [[Πανός]] HH).
|elrutext='''εὐγένειος:''' эп. [[ἠϋγένειος]] 2<br /><b class="num">1)</b> пышногривый ([[λῖς]], [[λέων]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> густобородый ([[ἄνδρες]] Luc.): οὐ [[πάνυ]] εὐ. Plat. с не очень густой бородой;<br /><b class="num">3)</b> густо обросший, лохматый ([[ὄψις]], sc. [[Πανός]] HH).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γένειον]]<br />of a [[lion]], well-maned, Hom.; of men, well-[[bearded]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐγένειος Medium diacritics: εὐγένειος Low diacritics: ευγένειος Capitals: ΕΥΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: eugéneios Transliteration B: eugeneios Transliteration C: evgeneios Beta Code: eu)ge/neios

English (LSJ)

Ep. ἠϋγέν-, ον, (γένειον) of a lion,

   A well-maned, λέων . . ἠϋγένειος Od.4.456; λίς Il.15.275; of Pan, well-bearded, h.Hom.19.39; of men, Pl.Euthphr.2b, Luc.Icar.10.

German (Pape)

[Seite 1059] mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγένειος: Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, (γένειον) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν γένειον ἢ ὡραίαν χαίτην, λέων... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν γένειον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la barbe touffue, barbu;
2 à la belle crinière.
Étymologie: εὖ, γένειον.

Greek Monolingual

εὐγένειος, -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)
1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτηλέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.)
2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον.

Greek Monotonic

εὐγένειος: Επικ. ἠϋγεν-, -ον (γένειον), λέγεται για λιοντάρι, αυτό που έχει ωραία χαίτη, σε Όμηρ.· λέγεται για άνδρες, αυτός που έχει ωραία γένια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐγένειος: эп. ἠϋγένειος 2
1) пышногривый (λῖς, λέων Hom.);
2) густобородый (ἄνδρες Luc.): οὐ πάνυ εὐ. Plat. с не очень густой бородой;
3) густо обросший, лохматый (ὄψις, sc. Πανός HH).

Middle Liddell

γένειον
of a lion, well-maned, Hom.; of men, well-bearded, Plat.