εὔπραξις: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔπραξις:''' εως ἡ Aesch. = [[εὐπραγία]].
|elrutext='''εὔπραξις:''' εως ἡ Aesch. = [[εὐπραγία]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὔπραξις]], ιος poet. for [[εὐπραξία]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπραξις Medium diacritics: εὔπραξις Low diacritics: εύπραξις Capitals: ΕΥΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: eúpraxis Transliteration B: eupraxis Transliteration C: eypraksis Beta Code: eu)/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr . . sed scrib. divisim).

German (Pape)

[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.

Greek Monolingual

εὔπραξις, ἡ (Α)
ευπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις].

Greek Monotonic

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. αντί εὐπραξία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπραξις: εως ἡ Aesch. = εὐπραγία.

Middle Liddell

εὔπραξις, ιος poet. for εὐπραξία, Aesch.]