ἐποφθαλμιάω: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐποφθαλμιάω:''' [[λοξοκοιτάζω]] με [[επιθυμία]], με [[λαχτάρα]], με δοτ., ή [[πρός]] τι, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐποφθαλμιάω:''' [[λοξοκοιτάζω]] με [[επιθυμία]], με [[λαχτάρα]], με δοτ., ή [[πρός]] τι, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[cast]] [[longing]] glances at, c. dat., or πρός τι Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A cast longing glances at, ogle, τινι Ael.NA3.44, cf. Fr.81 ; ἐ. χρήμασι Plu.Caes.2 ; πρὸς τὸν πλοῦτον Id.Dem.25 ; eye jealously, τοῖς ἔργοις τινός POxy.1630.6 (iii A.D.) ; v.l. in Hyp.Fr.258.
German (Pape)
[Seite 1011] anäugeln, mit gierigen od. neidischen Augen worauf sehen, Poll. 2, 62 erkl. ἐπιθυμεῖν τινος; so Plut. ἐκείνου τοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμιῶντος Caes. 2; πρὸς τὸν πλοῦτον Dem. 25; liebäugelnd ansehen, Ael. H. A. 1, 12; τινί, 3, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποφθαλμιάω: ῥίπτω βλέμματα πλήρη ἐπιθυμίας εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος, τινι Αἰλ. π. Ζ. 3. 4· ἐπ. χρήμασι Πλουτ. Καῖσ. 2· πρὸς τὸν πλοῦτον ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δημοσθ. 25· πρβλ. Dorv. Χαρ. σ. 86, Schaif Λογγ. σ. 350· ἴδε ἐποφθαλμέω.
French (Bailly abrégé)
1 jeter un œil d’envie, un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.
Greek Monotonic
ἐποφθαλμιάω: λοξοκοιτάζω με επιθυμία, με λαχτάρα, με δοτ., ή πρός τι, σε Πλούτ.