ἐφικάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφικάνω:''' = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐφικάνω:''' = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἐφικνέομαι]], Od.]
}}
}}

Revision as of 22:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφῐκάνω Medium diacritics: ἐφικάνω Low diacritics: εφικάνω Capitals: ΕΦΙΚΑΝΩ
Transliteration A: ephikánō Transliteration B: ephikanō Transliteration C: efikano Beta Code: e)fika/nw

English (LSJ)

[ᾱ], = sq.,

   A χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od.11.196; ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm.1.1.

German (Pape)

[Seite 1119] = Folgdm; als Tmesis rechnet man hierher χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od. 11, 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφικάνω: τῷ ἑπομ., χαλεπὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Ὀδ. Λ. 196.

Greek Monolingual

διαφ. τ. του αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»].

Greek Monotonic

ἐφικάνω: = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= ἐφικνέομαι, Od.]