ἡμίφλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(2b)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμίφλεκτος:''' наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.
|elrutext='''ἡμίφλεκτος:''' наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἡμί-φλεκτος, ον [[φλέγω]]<br />[[half]]-[[burnt]], Theocr., Luc.
}}
}}

Revision as of 23:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφλεκτος Medium diacritics: ἡμίφλεκτος Low diacritics: ημίφλεκτος Capitals: ΗΜΙΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: hēmíphlektos Transliteration B: hēmiphlektos Transliteration C: imiflektos Beta Code: h(mi/flektos

English (LSJ)

ον,

   A half-burnt, App.BC5.88, Luc.DDeor.13.2; by love, Theoc.2.133; half-cooked, Hp.Epid.2.6.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφλεκτος: -ον, ἡμίκαυστος, ἡμιφλεγής, νῆες Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 88, Λουκ. Θεῶν Διαλ. 13. 2· ἐξ ἔρωτος, Θεόκρ. 2. 133.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié brûlé ou consumé.
Étymologie: ἡμι-, φλέγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφλεκτος, -ον)
σχεδόν φαγωμένος από τη φλόγα, μισοκαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος, ομό-φλεκτος].

Greek Monotonic

ἡμίφλεκτος: -ον (φλέγω), ημίκαυστος, ημιφλεγής, σε Θεόκρ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίφλεκτος: наполовину обгоревший, полусгоревший Theocr., Luc., Plut.

Middle Liddell

ἡμί-φλεκτος, ον φλέγω
half-burnt, Theocr., Luc.