θαλαμιός: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(4) |
(1ab) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θᾰλᾰμιός:''' -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[θάλαμον]]· ως ουσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[θαλαμιός]], ὁ = [[θαλαμίτης]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θαλαμία]], Ιων. -ιή (λημ. [[κώπη]]), <i>ἡ</i>, το [[κουπί]] του <i>θαλαμίτου</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> (λημ. <i>ὀπὴ</i>) η [[τρύπα]] στα [[πλευρά]] του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα [[κουπιά]]· διὰ θαλαμιῆς [[διελεῖν]] τινα, [[τοποθετώ]] κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη [[τρύπα]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''θᾰλᾰμιός:''' -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον [[θάλαμον]]· ως ουσ.,<br /><b class="num">I.</b> [[θαλαμιός]], ὁ = [[θαλαμίτης]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θαλαμία]], Ιων. -ιή (λημ. [[κώπη]]), <i>ἡ</i>, το [[κουπί]] του <i>θαλαμίτου</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> (λημ. <i>ὀπὴ</i>) η [[τρύπα]] στα [[πλευρά]] του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα [[κουπιά]]· διὰ θαλαμιῆς [[διελεῖν]] τινα, [[τοποθετώ]] κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη [[τρύπα]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θᾰλᾰμιός, ή, όν<br />of or belonging to the [[θάλαμος]]:—as Subst.,<br /><b class="num">I.</b> [[θαλαμιός]], ὁ, = [[θαλαμίτης]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> [[θαλαμία]], ionic -ιή (sub. κώπἠ, the oar of the [[θαλαμίτης]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> (sub. ὀπή) the [[hole]] in the [[ship]]'s [[side]], [[through]] [[which]] [[this]] oar worked, διὰ θαλαμιῆς [[διελεῖν]] τινα to [[place]] a man so that his [[upper]] [[half]] projected [[through]] [[this]] [[hole]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ά, όν (oxyt., Arc.40.13),
A of or belonging to the θάλαμος: an Subst., I θαλαμιός, ὁ,= θαλαμίτης, Th.4.32 (gen. pl., perh. fr. θαλαμίας), S.Fr.1052 (dub.). II θαλαμιά, Ion. -ιή (sc. κώπη), ἡ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.Ach.553 (pl.): pl., IG22.1604.55. 2 (sc. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.5.33: metaph., Ar.Pax1232.
Greek Monolingual
θαλαμιός, -ά, -όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) θάλαμος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός
2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός
ο θαλαμίτης
3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια
α) (ενν. κώπη) το κουπί του θαλαμίτη
β) (ενν. οπή) η οπή από την οποία εξέρχεται το κουπί του θαλαμίτη.
Greek Monotonic
θᾰλᾰμιός: -ά, -όν, αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει τον θάλαμον· ως ουσ.,
I. θαλαμιός, ὁ = θαλαμίτης, σε Θουκ.
II. 1. θαλαμία, Ιων. -ιή (λημ. κώπη), ἡ, το κουπί του θαλαμίτου, σε Αριστοφ.
2. (λημ. ὀπὴ) η τρύπα στα πλευρά του πλοίου, από την οποία έβγαιναν και λειτουργούσαν τα κουπιά· διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα, τοποθετώ κάποιον έτσι ώστε το πάνω μισό του σώματός του να προεξέχει από αυτή τη τρύπα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
θᾰλᾰμιός, ή, όν
of or belonging to the θάλαμος:—as Subst.,
I. θαλαμιός, ὁ, = θαλαμίτης, Thuc.
II. θαλαμία, ionic -ιή (sub. κώπἠ, the oar of the θαλαμίτης, Ar.
2. (sub. ὀπή) the hole in the ship's side, through which this oar worked, διὰ θαλαμιῆς διελεῖν τινα to place a man so that his upper half projected through this hole, Hdt.