θηλυμελής: Difference between revisions
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θηλυμελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική [[φωνή]], σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θηλυμελής:''' -ές ([[μέλος]]), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική [[φωνή]], σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θηλυ-μελής, ές [[μέλος]]<br />[[singing]] in [[soft]] [[strain]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.
German (Pape)
[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
au doux chant de femme.
Étymologie: θῆλυς, μέλος II.
Greek Monolingual
θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, θελξι-μελής].
Greek Monotonic
θηλυμελής: -ές (μέλος), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική φωνή, σε Ανθ. Π.