ἡγέτης: Difference between revisions
(4) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡγέτης:''' -ου, ὁ ([[ἡγέομαι]]), Δωρ. ἁγέτα, [[αρχηγός]], [[οδηγός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἡγέτης:''' -ου, ὁ ([[ἡγέομαι]]), Δωρ. ἁγέτα, [[αρχηγός]], [[οδηγός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἡγέτης]], ου, [[ἡγέομαι]]<br />a [[leader]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, Dor. ἁγ- ( ἀγ-), (ἡγέομαι)
A leader, voc. ἡγέτα ὁδοῖο Epigr.Gr.1035.13 (Pergam.); ἀγέτα κώμων Orph.H.52.7 codd.; ἀ. θηροσύνας AP6.167 (Agath.):—fem. ἁγέτις, ιδος, ib.7.425 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1151] ὁ, der Führer, Anführer, VLL. Vgl. ἀγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγέτης: -ου, ὁ, Δωρ. ἁγ-. (ἡγέομαι) ἡγεμών, ἀρχηγός, κλητ. ἡγέθ’ ὁδοῖο Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 23· ἀγέτα κώμων Ὀρφ. Ὕμν. 51. 7· θηροσύνας Ἀνθ. Π. 6. 167· -θηλ. ἀγέτις, ιδος, αὐτόθι 7. 425.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
guide, chef.
Étymologie: ἡγέομαι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις)
οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε- (του ηγέ-ομαι, -ούμαι) + κατάλ. -της (πρβλ. ευεργέ-της, καταθέ-της)].
Greek Monotonic
ἡγέτης: -ου, ὁ (ἡγέομαι), Δωρ. ἁγέτα, αρχηγός, οδηγός, σε Ανθ.