κατανίφω: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατανίφω later voor κατανείφω. | |elnltext=κατανίφω later voor κατανείφω. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -[[νίψω]]<br /><b class="num">I.</b> to [[cover]] with [[snow]], Ar.: metaph. to [[sprinkle]] as with [[snow]], Luc.<br /><b class="num">II.</b> absol., κατανίφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι [[even]] were it to [[snow]] [[thick]] as [[meal]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
late spelling of κατανείφω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1366] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.
Greek (Liddell-Scott)
κατανίφω: ῑ: μέλλ. -νίψω, ῥίπτω χιόνα πρὸς τὰ κάτω, καλύπτω διὰ χιόνος, κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὁ θεός, δηλ. κατεκάλυψε διὰ χιόνος τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 138· καὶ τὸ παθ., ὄρη κατανιφόμενα, καλυπτόμενα ὑπὸ χιόνος, Ἐτυμ. Μέγ. 7, 11·- μεταφορ., κατακαλύπτω, μουσικὰ ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ’ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα, δίκην χιόνος πίπτουσιν, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2, 14· κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας ὁ αὐτ. ἐν Λεξιφ. 15, πρβλ. ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222. ΙΙ. ἀπολ. κατανίφει, χιονίζει, χιονοβολεῖ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, καὶ ἂν ἤθελε χιονίζει χιόνι χονδρὸν ὡς χονδροαλεσμένο ἀλεύρι κριθῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 965.
French (Bailly abrégé)
couvrir de neige ou comme de neige, acc..
Étymologie: κατά, νίφω.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κατανίφω: ή κατανείφω[ῑ], μέλ. -νίψω,
I. καλύπτω με χιόνι, σε Αριστοφ.· μεταφ., ψιχαλίζω όπως με χιόνι, σε Λουκ.
II. απόλ., κατανίφει, χιονίζει, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, ακόμα κι αν χιόνιζε χιόνι χοντρό σαν χοντροαλεσμένο αλεύρι κριθαριού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κατανίφω: (ῑ)
1) (о снеге) идти, падать: κριμνώδη κατανίφει impers. Arph. снег падает словно мука, т. е. идет густой снег;
2) осыпать или покрывать (снегом) (χιόνι τὴν Θρᾴκην ὅλην Arph.);
3) шутл. (о птицах) осыпать словно снегом (τινά Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατανίφω later voor κατανείφω.
Middle Liddell
fut. -νίψω
I. to cover with snow, Ar.: metaph. to sprinkle as with snow, Luc.
II. absol., κατανίφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι even were it to snow thick as meal, Ar.